Τροπίζω, κατακλίνω, γέρνω, μπατάρω. Μπατάρω το πλοίο προς μία πλευρά για να απελευθερωθούν τα ύφαλά του από τα ύδατα για τον μετέπειτα καθαρισμό, επισκευή ή χρωματισμό της γάστρας του. Εργασία που γίνεται στα μικρά σκάφη προς αποφυγή του δεξαμενισμού τους.
« Back to Glossary IndexCareen (to)
« Back to Glossary Index